- δρόμος
- ο (AM δρόμος)1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο»)4. η απόσταση που μπορεί κανείς να διατρέξει σε μια χρονική μονάδα (ημέρα, ώρα) («το χωριό από την πόλη απέχει δύο μέρες δρόμο»)5. γυμναστικό αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής («μαραθώνιος δρόμος»)6. διαδρομή ή γύρος του σταδίου («το άλογο έφερε πέντε δρόμους νερό»)7. άνοιγμα που χρησιμεύει για τη συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο σημεία («ο δρόμος προς το χωριό είναι χαλασμένος»)νεοελλ.1. (γενικά) πορεία2. δίοδος, διέξοδος («ανοίγω δρόμο»)3. φρ. α) «ο ύστερος δρόμος» — κηδείαβ) «παίρνω τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμουςγ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»(σε παραμύθια) περπατά συνέχειαδ) «παίρνω δρόμο» — φεύγω τρέχοντας, τό βάζω στα πόδιαε) «πήρε δρόμο η γλώσσα του» — μιλά ασταμάτηταστ) «το παιδί πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκεζ) «ανοίγω δρόμο» — επιχειρώ κάτι πρώτος και με ακολουθούν κι άλλοιη) «τού 'δωσα δρόμο», τόν έδιωξαθ) «κόβω δρόμο» — διανύω αρκετό διάστημα, τρέχω γρήγορα, συντομεύω την απόστασηι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύειια) «πήρε τον κακό δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένηιβ) «άφησε τα παιδιά του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπισταιγ) «τραβώ τον δρόμο μου» — προχωρώ σταθερά στον σκοπό μουιδ) «δρόμο!» — φύγε αμέσωςιε) «γυναίκα τού δρόμου» — ελευθερίων ηθώνιστ) «παιδί τού δρόμου» — αλήτηςιζ) «δίνω δρόμο σε κάτι» — επιταχύνωιη) «δρόμος τής Παναγιάς» — ο Γαλαξίαςιθ) «δρόμος μετ' εμποδίων» — είδος αγωνίσματος (και μτφ.) επιδίωξη που συναντά εμπόδιακ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε πίσω» — αν αποτύχεις σε κάτι ή ζήτα τη συμβουλή κάποιου ή παράτησε τοαρχ.1. (γενικά για λόγο) γρήγορη απαγγελία2. φρ. «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά3. δημόσιος περίπατος, τόπος όπου περιπατούν, στοά6. (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη αυλή στολισμένη με Σφίγγες μπροστά από την είσοδο τού ναού7. η ορχήστρα τού διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους8. φρ. «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. διδράσκω. Η λ. δρόμος εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή δρομο- (πρβλ. δρομοκόπος, δρομολόγιο) και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δρομος (πρβλ. διάδρομος, ιππόδρομος, περίδρομος)].
Dictionary of Greek. 2013.